σχοινιοσυμβολεύς

σχοινιοσυμβολεύς
σχοινιο-συμβολεύς, έως, ,
A = σχοινιοστρόφος 1.1, Poll.7.160, AB302:—also [suff] σχοινιο-σύμβολος, , Sch.Ar.Pax 37 (cod. Ven. [full] σχοινιοσυνδέταις).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχοινιοσυμβολεύς — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινιοσυμβολεύς — έως, ὁ, Α σχοινοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον + συμβολεύς (< συμβολή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”